χορεύομαι

χορεύομαι
χορεύομαι βλ. πίν. 18 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.)
——————
Σημειώσεις:
χορεύομαι : κυρίως στο γ' πρόσ. με την έννοια (για μουσικό κομμάτι) είναι κατάλληλο να το χορέψει κανείς.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”